αρθρίτιδα

αρθρίτιδα
Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του μεταβολισμού κ.ά. Από τις οξείες α., η πιο συχνή είναι η ρευματική, που τη χαρακτηρίζει επώδυνη διόγκωση των μεγάλων αρθρώσεων, πυρετός, έντονη εφίδρωση και, συχνά, καρδιακή προσβολή ποικίλου βαθμού σοβαρότητας. Από τις χρόνιες μορφές α. ορισμένες, όπως η ρευματική α. ή πολυαρθρίτιδα, εμφανίζονται από την αρχή με ήπια αρχικά ενοχλήματα, τα οποία όμως σιγά-σιγά επιτείνονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αρθρώσεις που έχουν προσβληθεί παθαίνουν με την εξέλιξη της νόσου εξεργασίες αγκύλωσης (βλ. λ.) και ελαττώνεται έως το σημείο να εξαφανιστεί ολότελα η λειτουργικότητα της άρθρωσης (παραμορφωτική α.). Υπάρχουν και χρόνιες α., επακόλουθο οξειών φλεγμονωδών παθήσεων: ο πιο συχνός τύπος αυτής της κατηγορίας είναι η φυματιώδης α., που συνήθως προσβάλλει το γόνατο ή το ισχίο, προκαλώντας αγκύλωση της άρθρωσης. Άλλες μορφές α. οφείλονται σε διαταραχή της θρέψης των αρθρικών επιφανειών: αυτό π.χ. συμβαίνει σε ηλικιωμένα άτομα, στα οποία η πάθηση εντοπίζεται συνήθως στην κατ’ ισχίον άρθρωση, με αποτέλεσμα την αγκύλωσή της, ή σε νέους στους οποίους προσβάλλονται συνήθως τα οστά του ταρσού. Μια τελευταία κατηγορία χρόνιων α. οφείλεται σε νοσήματα του μεταβολισμού· η πιο γνωστή είναι η ουρική α., στην οποία το ουρικό οξύ εναποτίθεται στις αρθρώσεις και σχηματίζει τους λεγόμενους αρθριτικούς τόφους, που προκαλούν φλεγμονή, αλλοίωση και καταστροφή των ιστών, οι οποίοι πλήττονται με επακόλουθο την αγκύλωση. Η ουρική α. αρχίζει κυρίως από το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, που παρουσιάζεται διογκωμένο και πονά. Η θεραπευτική αγωγή της α. συνίσταται στη θεραπεία της νόσου που την προκάλεσε (ρευματικός πυρετός, φυματίωση, λοιμώδη και μεταβολικά νοσήματα κ.ά.) και, σε περιπτώσεις που είναι απαραίτητο, στη χρησιμοποίηση ορθοπεδικών μέσων. Μεγάλη σημασία αποδείχτηκε πως έχει και η υδροθεραπεία. Μια κατηγορία α. θεραπεύεται με τη χρησιμοποίηση των κορτικοστεροειδών, που συνήθως προκαλούν θεαματική υποχώρηση της όλης συμπτωματολογίας, συχνά όμως τα αποτελέσματα δεν είναι διαρκή. Η ολική αντικατάσταση των αρθρώσεων από τεχνητές αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ορθοπεδικής χειρουργικής. Οι έρευνες και οι μελέτες ξεκίνησαν το 1960 από τον Άγγλο σερ Τζον Τσάρλι και γρήγορα επεκτάθηκαν για να αξιοποιηθούν σε όλο τον κόσμο. αρθριτισμός. Αρθριτική διάθεση του οργανισμού· είναι πάθηση που προδιαθέτει σε μια σειρά νόσων του μεταβολισμού και των αρθρώσεων, όπως o διαβήτης, η ποδάγρα, η παραμορφωτική α., η παχυσαρκία, η παθητική και νευρική λιθίαση, η αρτηριακή υπέρταση, το βρογχικό άσθμα. Η αντικατάσταση των κατεστραμμένων αρθρώσεων από τεχνητές χρησιμοποιείται πλέον συχνά. Στη φωτογραφία, αποκατάσταση οστεοαρθριτικού γονάτου (αριστερά) με τεχνητή άρθρωση (δεξιά).
* * *
η (Α ἀρθρῑτις, -ιδος) [άρθρον]
φλεγμονή των αρθρώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρθρίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των αρθρώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρθρίτιδα — ἀρθρί̱τιδα , ἀρθρῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδης αρθρίτιδα — Ασθένεια των αρθρώσεων, η οποία είναι αποτέλεσμα προσβολής από βακτηρίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γονόρροιας, του τύφου και της σαλμονέλας …   Dictionary of Greek

  • μετατραυματική αρθρίτιδα — Φλεγμονή άρθρωσης, λόγω επανειλημμένων μικροτραυματισμών ή ενός σοβαρού, που έχουν προκαλέσει βλάβη των εσωτερικών επιφανειών της άρθρωσης …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • αρθριτικός — ή, ό (Α ἀρθριτικός, ή, όν) [αρθρίτιδα] 1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά η αρθρίτιδα νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα αρχ. αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος …   Dictionary of Greek

  • ψευδοουρικός — ή, ό, Ν φρ. «ψευδοουρική αρθρίτιδα» ιατρ. περιληπτική ονομασία σειράς παθήσεων με συμπτώματα που θυμίζουν ουρική αρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudogout < pseudo (< ψευδ[ο] *) + gout «αρθρίτιδα»] …   Dictionary of Greek

  • μελιτοκοκκικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον μελιτόκοκκο 2. φρ. ιατρ. α) «μελιτοκοκκική αρθρίτιδα» αρθρίτιδα που προκαλείται από τη βρουκέλλα β) «μελιτοκοκκική σπονδυλίτιδα» η προσβολή ενός σπονδύλου από βρουκέλλωση …   Dictionary of Greek

  • μονοαρθρίτιδα — η ιατρ. αρθρίτιδα που εντοπίζεται σε μία μόνον άρθρωση, όπως λ.χ. είναι η γονοκοκκική αρθρίτιδα …   Dictionary of Greek

  • νευρίτιδα — Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”